-
1 гость
гость м о ξένος, ο φιλοξενούμενος, о καλεσμένος, ο μουσαφίρης ο επισκέπτης (посетитель) быть в \гостьях είμαι επίσκεψη встречать \гость ей υποδέχομαι τους καλεσμένους идти в \гостьи πηγαίνω επίσκεψη позвать в \гостьи προσκαλώ για επίσκεψη дорогие \гостьи οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι* * *мο ξένος, ο φιλοξενούμενος, ο καλεσμένος, ο μουσαφίρης; ο επισκέπτης ( посетитель)быть в гостя́х — είμαι επίσκεψη
встреча́ть госте́й — υποδέχομαι τους καλεσμένους
идти́ в гости — πηγαίνω επίσκεψη
позва́ть в гости — προσκαλώ για επίσκεψη
дороги́е гости — οι αγαπητοί φιλοξενούμενοι